Γέννημα και θρέμμα της πόλεως μας. Υπήρξε εξέχουσα μορφή, ήπιος, μειλίχιος μ’ ευγενικά αισθήματα, γενναίος και ιπποτικός. Στα Γιάννινα η αγαθή μνήμη του εξακολουθεί, να είναι πάντα ζωηρή. Μαζί με τα άλλα προσόντα του τα ψυχικά ήταν και η συμπεριφορά του η σώφρων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πολιορκίας των Γιαννίνων.
Πολλές φορές, κατά το διάστημα της εξάμηνης πολιορκίας του φοβερού Μπιζανίου, όταν τα πολλά καθήκοντα και οι φροντίδες του πολέμου του το επέτρεπον, όπως μας διηγώνταν ο πατέρας μου, έβγαινε πεζός στην αγορά, με μόνο συνοδό έναν «Νεφέρ», που τον ακολουθούσε πενήντα μέτρα πίσω του, με μόνη την «Κασατούρα» του, μια ξιφολόγχη μάουζερ, που αργότερα η VI11 Μεραρχία η Ηπειρωτική, είχε εφοδιασθή από τα άφθονα λάφυρα. Οι Παζαριώτες όρθιοι στην πόρτα των μαγαζιών τους, τον χαιρετούσαν με πραγματικό σεβασμό. Αυτός τους αντιχαιρετούσε λέγοντας τα Ελληνικά του με την τούρκικη προφορά τους: «Aφεριμ (μπράβο). «Ισεΐς να κυτ’τάτι φρόνιμα τη δουλειά σας, τι έχου ιγώ να κάνου μι του Γιοννάνου θ’κός μ’ λουγαριασμός». «Μονάχα τ’ αξιάμ (δύση ηλίου) να σμαζεύεστε στα σπίτια σας’ έχουμε κι τ’ς αρσίδις τ’ς Αρναούτ’δις, (είχαν λιποταχτήσει 8—9 χιλιάδες Αλβανοί και λυμαίνονταν των ύπαιθρο). – «Τώρα που είμαστε ημεΐς μιτ’ η μας, αν ερθ’ ού Γιουννάνους μι του Γιουννάνου!…».
Σημειωτέον πως στα σοκάκια τριγυρνούσαν λιπόσαρκες σκιές νιζάμηδων πιασμένοι χέρι – χέρι για να μην πέσουν από την πείνα. Φώναζαν μ’ αδύνατη φωνή: «Εκμέκ (Ψωμί). Ραγίζονταν η καρδιά σου από το ελεεινό αυτό θέαμα. Πονόψυχες γυναικουλες του λαού, όπως κι’ άλλου αναφέρουμε, δεν τους άφηναν, λίγο κουρκούτι ή λάχανο, αν ήταν κι’ αυτά, τους τάιζαν στον Οβορό τους (αυλή), εμείς δε τα παιδιά της γειτονιάς παραφυλάγαμε μη τους δει ο Γιούσμπασης (Λοχαγός) του Φρουραρχείου να ζητιανεύουν, (το γόητρο του Ντοβλετιού βλέπετε) που έφερνε τους δρόμους «Κρικέλ’». Τους χτυπούσε άσχημα με το λουρένιο «Γκριμπάτς» (βούρδουλα). Τους ξεπροβοδουσαν οι γυναικουλες με την καλοσυνάτη ευχή: άειστι πιδιάμ’ ο θεός να σας στείλ'(ει) γλήγουρα στο σπίτ’ σας, στ’ μανούλα σας…
Κάποια νύχτα, παραμονής Χριστουγέννων του 1912, γυρίζοντας μόνος ο Πασιάς περνούσε μπροστά από το μαγαζί του πατέρα μου. Κοντοστάθηκε κυττάζοντας το φως που έβγαινε στο πεζοδρόμι από τις ρωγμές της πόρτας» χτύπησε την πόρτα, νομίζοντας πως κανένας λωποδύτης θα ήταν μέσα. Ακούει ο πατέρας μου και τρέχει αλαφιασμένος να ιδή ποιος είναι. Είχε ξεχαστεί πάνω στη φούργια της δουλείας του — ήταν τσαγκάρης. Πως πέρασε η ώρα, οι καλφάδες έφυγαν νωρίτερα. Βλέπει τον Πασια τυλιγμένο στο γιουμπουρλούκι του, του κόπηκε η ανάσα! Εκείνος με μαλακή επιτιμητική φωνή, του λέει: – Έχουμι διαταγή να συμμαζεύεστε το βράδ’ στά σπίτια σας; Εσύ γιατί κάθεσαι; Αν σι πιάσουν οι αρσίδις, οι αρναούτ’δις κι σι σκοτώσουν; άπόμ’καν «γιατίμ’κα» (ορφανά) τα πιδιά σ’; Για κι τ’ς έπιακα κι τ’ς κρέμασα, βγαίν’ τίπουτα; Γλήγουρα κλείσι, κι στου σπίτι σ’»! Στρέφεται στο Νεφέρ: Γκελ Μπουρντά: (ελα δω) : Πάρτον και συνόδεψε τον στο σπίτι του. Αφού ιμπη μέσα τότε θα φυγής! – Έβετ! (μάλιστα). Στο δρόμο κουβέντιαζαν ο πατέρας μου με τον απρόοπτο συνοδό του. Ήταν ο ιμσιαρής απογοητευμένος, πώς δεν θα γυρίσει σπίτι του στην Ανατολή. Έφτασαν σπίτι. Χτυπάει ό πατέρας μου την πόρτα. Μόλις η μητέρα μου τον είδε με συνοδεία, τρόμαξε και κόντεψε να της πέσει η λάμπα από τα χέρια… Γίνονταν ταχτικά συλλήψεις πολλών για το Κομιτάτο.
Μη φοβάσαι, είναι φίλος, και της εξήγησε με δυό λόγια. Τον έκαναν χρυσό τον καημένο το στρατιώτη να μπει μέσα να τον φιλέψουν κάτι, στάθηκε αδύνατο. Δε δέχτηκε. Χαιρέτησε κι έφυγε.
*********
Όταν με χρόνια, απόστρατος πια, ήρθε στα Γιάννινα ο Εσάτ, επισκέφτηκε τον τότε Στρατηγό μας, ο οποίος τον φίλεψε εγκάρδια. Του έδωκε μάλιστα και χάρτη επιτελικό ο Εσάτ μέ πολλές λεπτομέρειες του Φρουρίου του Μπιζανίου, που είχε οχυρώσει ο Γερμανός Φόν Ντέρ—Γκόλτς. Ένας Ηπειρώτης δημοσιογράφος στη Θεσσαλονίκη, τον ρώτησε αν ήταν στην απογραφή, που είχε γίνει τις μέρες εκείνες, και τι δήλωσε για τη μητρική γλώσσα και ποιο το επάγγελμα. Η απάντηση: – Μητρική γλώσσα η Ελληνική. Επάγγελμα: Πασιάς των Γιαννίνων!
Μου διηγόνταν, λίγα χρόνια πριν, ο κουρέας Στέφανος Δρούγκας, που είχε άλλοτε κουρείο στο Κριθαροπάζαρο, την έξης ιστορία για τον Εσάτ: Ο Εσάτ μπαρμπερίζονταν στο κουρείο του Μανούτσιαγα στο Κριθαροπάζαρο και ο Δρούγκας, καφετζιόπλο τότε, του πήγαινε ταχτικά καφέ εκεί. Πέρασε καιρός πολύς… Το απόγευμα της παραμονής της παραδόσεως του Μπιζανίου (21η Φεβρουαρίου 1913) ενώ κατέβαινε με την παρέα του (ο Δρούγκας) από το λόφο Βελισσαρίου, που παρακολουθούσαν τη λυσσαλέα μονομαχία πυροβολικού του Μπιζανίου και Ελληνικών Πυροβόλων από τα απέναντι υψώματα, βλέπει να πλησιάζει όμιλος ιππέων Τούρκων. Ήταν ο Εσάτ με το Επιτελείο του που γυρνούσε από το Μπιζάνι. Περνώντας ο Εσάτ από μπροστά του λέει: – Ο,τα’ ήταν να γίνη'(η), καφετζόπλο, γίγκι, και τράβηξε με τους άλλους για την πόλη.
Ο γρίφος λύθηκε ύστερα από λίγες ώρες… Κουμπούνια… κουμπούνια (ομάδες) Τούρκοι στρατιώτες, ασύνταχτοι έφευγαν με κατεύθυνση την Αλβανία.
ΣΗΜ.: Κατά πληροφορίες του Βασίλη Λάππα ο Εσάτ μόνο το Φρούριο του Μπιζανίου παρέδωσε στον Κωνσταντίνο, την πόλη όμως την παρέδωκε στους Προξένους των ξένων Δυνάμεων, για να εξασφάλιση τον εντόπιο τουρκικό πληθυσμό από τυχόν κακοπραγίες εκ μέρους των Χριστιανών και των ανταρτικών σωμάτων. Ευτυχώς όμως, μόνον ελάχιστα ασήμαντα έκτροπα σημειώθηκαν.. «Μύτη δε στάλαξε».
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Φωτόπουλου «Τα Γιάννινα»